κιναιδίζω
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
A practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.
Greek Monolingual
κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.