λιγνυόεις
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Full diacritics: λιγνῠόεις | Medium diacritics: λιγνυόεις | Low diacritics: λιγνυόεις | Capitals: ΛΙΓΝΥΟΕΙΣ |
Transliteration A: lignyóeis | Transliteration B: lignyoeis | Transliteration C: lignyoeis | Beta Code: lignuo/eis |
εσσα, εν, A smoky, sooty, καπνός A.R.2.133, 3.1291.
[Seite 43] εσσα, εν, räucherig, qualmig, καπνός, Ap. Rh. 2, 133, vgl. 3, 1291.
λιγνυόεις: εσσα, εν, πλήρης καπνοῦ, πλήρης αἰθάλης, αἰθαλόεις, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 133., 3. 1291.
λιγνυόεις, -εσσα, -εν (Α) λιγνύς
γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης.