νεκροβόρος
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ον, A corpse-devouring, Cyran.17.
German (Pape)
[Seite 237] Todte fressend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
νεκροβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.
Greek Monolingual
-ο (Α νεκροβόρος, -ον)
αυτός που τρώγει πτώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο-βόρος, ωμο-βόρος].