παρεκβολή

From LSJ
Revision as of 19:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκβολή Medium diacritics: παρεκβολή Low diacritics: παρεκβολή Capitals: ΠΑΡΕΚΒΟΛΗ
Transliteration A: parekbolḗ Transliteration B: parekbolē Transliteration C: parekvoli Beta Code: parekbolh/

English (LSJ)

ἡ, A digression, lamb.Bab.8. II compilation of a set of critical remarks, as those of Eust. on Homer, Pindar, and Dionysius Periegeta, cf. eund. ad D.P.426; παρεκβολαὶ διαφόρων γραμματικῶν, title of Sch.D.T. in Cod.BMus.Add.5118.

German (Pape)

[Seite 513] ἡ, Auswahl und Zusammenstellung der Anmerkungen Anderer über einen Schriftsteller, Sp., wie Eust. seinen Commentar zu Homer nennt.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκβολή: ἡ, συλλογὴ κριτικῶν σημειώσεων, οἷαι αἱ τοῦ Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον, - ἐπιτομή, Μαρκελλῖνος ἐν βίῳ Θουκ.: - ἐντεῦθεν παρεκβολικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς παρεκβολὴν ἢ ὅμοιος πρὸς αὐτήν, Εὐστ. Πονημάτ. 60. 87.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ παρεκβάλλω
1. παρέκβαση, απομάκρυνση, παρέκκλιση
2. συμπίληση, συλλογή κριτικών σημειώσεων, επιτομή («Εὐσταθίου παρεκβολαὶ εἰς Ὅμηρον»).