περιβολιβόω

From LSJ
Revision as of 19:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβολῐβόω Medium diacritics: περιβολιβόω Low diacritics: περιβολιβόω Capitals: ΠΕΡΙΒΟΛΙΒΟΩ
Transliteration A: peribolibóō Transliteration B: periboliboō Transliteration C: perivolivoo Beta Code: peribolibo/w

English (LSJ)

A case in lead, IG12(1).694 (Rhodes).

Greek (Liddell-Scott)

περιβολῐβόω: περιβάλλω διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. μόλιβος. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ βόλιμος ὅμως κεῖται αὐτοῦ κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων ἴδιον· καὶ νῦν δὲ ἐνιαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.