προσάρτημα

From LSJ
Revision as of 21:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσάρτημα Medium diacritics: προσάρτημα Low diacritics: προσάρτημα Capitals: ΠΡΟΣΑΡΤΗΜΑ
Transliteration A: prosártēma Transliteration B: prosartēma Transliteration C: prosartima Beta Code: prosa/rthma

English (LSJ)

ατος, τό, A appendage, Gal.5.396.

German (Pape)

[Seite 752] τό, das Darangeknüpfte, der Anhang, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσάρτημα: τό, τὸ προσηρτημένον εἴς τι, Κλήμ. Ἀλ. 488, Γαλην.

Greek Monolingual

το, ΝΑ προσαρτῶ
καθετί που προσαρτάται ή έχει προσαρτηθεί σε κάτι άλλο, εξάρτημα.