προσκλινής
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ές, A sloping, Gp.9.3.2.
German (Pape)
[Seite 769] ές, angelehnt, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλῐνής: -ές, ὁ στηριζόμενος, κλίνων ἐπί τινος, Γεωπ. 9. 3, 2.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ προσκλίνω
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το προσκλινές επίπεδη ανώτατη επιφάνεια του προπετάσματος ενός οχυρώματος ή χαρακώματος
νεοελλ.-μσν.
κεκλιμένος, γερμένος
αρχ.
1. προκατειλημμένος, προδιαθετειμένος
2. αδρανής, αργός.