συγκαταφεύγω
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
A flee to for safety together, εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.
German (Pape)
[Seite 966] (s. φεύγω), mit hineinflichen, um sich zu retten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφεύγω: καταφεύγω χάριν ἀσφαλείας πρός τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.
Greek Monolingual
Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).
Greek Monolingual
Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).