Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: στρύφνος | Medium diacritics: στρύφνος | Low diacritics: στρύφνος | Capitals: ΣΤΡΥΦΝΟΣ |
Transliteration A: strýphnos | Transliteration B: stryphnos | Transliteration C: stryfnos | Beta Code: stru/fnos |
A f.l. for στρύχνος, Gp.2.5.4 codd.
ο, Ν
το φυτό στρύχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί στρύχνος.