τρίπλοκος

From LSJ
Revision as of 13:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίπλοκος Medium diacritics: τρίπλοκος Low diacritics: τρίπλοκος Capitals: ΤΡΙΠΛΟΚΟΣ
Transliteration A: tríplokos Transliteration B: triplokos Transliteration C: triplokos Beta Code: tri/plokos

English (LSJ)

ον, = A triplex, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1146] = τριπλεκής (?).

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλοκος: -ον, (πλέκω) = τριπλεκής, τριπλόκῳ σχοινίῳ Εὐστ. Πονημ. 126. 44, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. αυτός που έχει πλεχθεί από τρία μέρη, («τριπλόκῳ σχοινίῳ», Ευστ.)
2. (γενικά) αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριμερής, τριπλόςὥσπερ σειράν τινα ἁγίαν καὶ ζῶσαν ἐκ τριπλόκου δυνάμεως εἰσήγαγεν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δεκά-πλοκος].