τυλεῖον
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. 3, S.Fr.468, PRev.Laws 94.10 (iii B. C.), Ael.NA2.11, Hsch. A s.v. κνέφαλλον.
German (Pape)
[Seite 1160] τό, dim. von τύλη; Sappho bei Hdn. περὶ μον. λ. p. 39, 27; λινοῤῥαφῆ, Soph. frg. 794 bei Poll. 10, 39; vgl. Lob. Phryn. 174.
Greek (Liddell-Scott)
τυλεῖον: τό, ὑποκορ. τοῦ τύλη (3), Σοφ. Ἀποσπ. 794, Αἰλ. π. Ζ. 2. 11, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 174.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de τύλη.
Greek Monolingual
τὸ, Α τύλη
(υποκορ. του τύλη) μικρό προσκέφαλο.
Russian (Dvoretsky)
τυλεῖον: τό подушечка Soph.