χίλιος
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A v. χίλιοι.
German (Pape)
[Seite 1356] s. χίλιοι.
Greek (Liddell-Scott)
χίλιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χίλιοι.
Greek Monolingual
και χείλιος, -ία, -ον, θηλ. και χιλίη, Α
βλ. χίλιοι.
Greek Monotonic
χίλιος: -α, -ον, βλ. χίλιοι.
Russian (Dvoretsky)
χίλιος: (χῑ) тысячный, состоящий из тысячи: только в выраж. ἵππος χιλίη Her. или χιλία Xen. отряд в тысячу всадников.