χειρόδεσμος
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ὁ, A handcuff, manacle, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1345] ὁ, Handfessel, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῶν χειρῶν, χειροπέδη, Γλωσσ.· -ὡσαύτως χειροδέσμη, ἡ, Κ. Μανασσ. Χρον. 2923· χειροδεσμέω, Δούκας σ. 192.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
είδος ναυτικού κόμπου
μσν.-αρχ.
χειροπέδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεσμός.