ἁλίζωνος

From LSJ
Revision as of 23:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλίζωνος Medium diacritics: ἁλίζωνος Low diacritics: αλίζωνος Capitals: ΑΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: halízōnos Transliteration B: halizōnos Transliteration C: alizonos Beta Code: a(li/zwnos

English (LSJ)

ον, A sea-girt, Call.Sos.24, AP7.218 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 96] meerumgürtet, Κόρινθος Ant. Sid. 83 (VII, 218); Nonn. D. 37, 152; ἰσθμός 48, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλίζωνος: -ον, = ὁ περιεζωσμένος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 218.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entouré ou bordé par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ζώνη.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [gen. -οιο Call.Fr.384.9]
ceñido por el mar ἁλιζώνοιο στείνεος Call.l.c., cf. SHell.991.54, 67, Κόρυνθος AP 7.218 (Antip.Sid.), ἔστεψεν ἁλιζώνου ῥάχιν ἰσθμοῦ Nonn.D.48.199.

Greek Monolingual

ἁλίζωνος, -ον (Μ)
αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.

Greek Monotonic

ἁλίζωνος: -ον (ἅλς, ζώνη), περιζωσμένος από θάλασσα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλίζωνος: опоясанный морем (Κόρινθος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ζώνη
sea-girt, Anth.