ἄχρως
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
English (LSJ)
ων, gen. ω, A = ἄχροος, Hp.Epid.7.85, Pl.Chrm.168d, Arist. Metaph.989b9.
German (Pape)
[Seite 420] ων, att. für ἄχροος, Plat. Charm. 168 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρως: -ων, γεν. -ω, = ἄχροος, Ἱππ. 1233Ε, Πλάτ. Χαρμ. 168D.
French (Bailly abrégé)
ως, ων ; gén. ω;
c. ἄχροος.
Étymologie: ἀ, χρόα.
Spanish (DGE)
-ων
• Morfología: [gen. -ω]
1 incoloro ἄχρων γὰρ ὄψις οὐδὲν [ἂν] μή ποτε ἴδῃ pues la vista no puede ver nunca nada incoloro Pl.Chrm.168d, οὔτε λευκὸν οὔτε μέλαν ... ἄλλ' ἄχρων ἦν ἐξ ἀνάγκης de la substancia, Arist.Metaph.989b9.
2 pálido, de mal color como síntoma de enfermedad γλῶσσα ἄ. Hp.Epid.7.85.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄχρως: -ων, γεν. -ω, άχρωμος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄχρως: ων, gen. ω Plat. = ἀχρωμάτιστος.
Middle Liddell
colourless, Plat.