ἐγκοιλαίνω
Ῥῆμα παράκαιρον τὸν ὅλον ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English (LSJ)
A hollow, scoop out, f.l. in Hdt.2.73:—Pass., Thphr. HP5.2.4.
German (Pape)
[Seite 708] aushöhlen, ausgraben; Her. 2, 73; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοιλαίνω: ποιῶ τι κοῖλον, Ἡρόδ. 2. 73, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ion. ἐγκοιλήνας;
creuser intérieurement.
Étymologie: ἐν, κοιλαίνω.
Spanish (DGE)
ahuecar, hacer cóncavo, vaciar sólo en v. pas., de un árbol, Thphr.HP 5.2.4, ἐγκοιλανθεῖσα (ἡ ῥίζα) si se ahueca la raíz Dsc.2.164, ὅρμοι καὶ λιμένες ... ταῖς ἀκταῖς ἐγκοιλανθέντες Gr.Nyss.M.44.132B, (ὀφθαλμοί) ἐγκοιλαινόμενοι ojos hundidos Gr.Nyss.Beat.158.4.
Greek Monolingual
(AM ἐγκοιλαίνω)
καθιστώ κάτι κοίλο, βαθουλώνω, κουφαίνω.
Greek Monotonic
ἐγκοιλαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, κοιλαίνω, βαθουλώνω, δημιουργώ κοιλότητα, σε Ηρόδ.