ἐπιστρεπτικός

From LSJ
Revision as of 09:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρεπτικός Medium diacritics: ἐπιστρεπτικός Low diacritics: επιστρεπτικός Capitals: ΕΠΙΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epistreptikós Transliteration B: epistreptikos Transliteration C: epistreptikos Beta Code: e)pistreptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. -κῶς ib.221:—also as gloss on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.

German (Pape)

[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.

Greek Monolingual

ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιοςἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῑ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).