ἐπισύλληψις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, A second conception, Placit.5.10.3, Orib.22.7.2.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, die spätere, zweite Empfängniß, Schwangerwerden, Plut. plac. phil. 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισύλληψις: -εως, ἡ, δευτέρα σύλληψις, Λατ. superfoetatio, Πλούτ. 2. 906C, D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de concevoir durant une grossesse, superfétation.
Étymologie: ἐπισυλλαμβάνω.
Greek Monolingual
ἐπισύλληψις, ἡ (Α)
η σύλληψη νέου εμβρύου από γυναίκα που είναι ήδη έγκυος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισύλληψις: εως ἡ эписиллепс, суперфетация, вторичное зачатие (после зачатия и до рождения первого плода) Arst., Plut.