Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπιχώννυμι

From LSJ
Revision as of 10:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχώννῡμι Medium diacritics: ἐπιχώννυμι Low diacritics: επιχώννυμι Capitals: ΕΠΙΧΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epichṓnnymi Transliteration B: epichōnnymi Transliteration C: epichonnymi Beta Code: e)pixw/nnumi

English (LSJ)

and ἐπιχωννύω, A heap up, Ἀρχ.Ἐφ. 1923.39(Oropus, iv B.C.); τὰ περιμήκιστα τῶν ὀρῶν Ph.1.405 ; νεκρῷ θῖνα γῆς Plu.Art.18 ; τούτοις γῆν ἐπιχώσας IG14.1746.13:—Pass., ἐ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Arist. Mir.837b11 ; βωμὸς ἐπικεχωσμένος Arg.S.Ph. II fill up, τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2 ; τάφρον X.Eph.4.6 ; τοὺς λιμένας D.S.13.107 codd.

German (Pape)

[Seite 1005] (s. χώννυμι), darauf aufschütten, darüberschütten, νεκρῷ θῖνα γῆς Plut. Artax. 18 u. Sp.; τάφρον, zudämmen, Sp.; – mit Schutt abdämmen, mit Dämmen versehen, λιμένας D. Sic. 13, 107; – pass. ἐπιχώννυσθαι, Arist. Mirab. 91.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχώννῡμι: καὶ -ύω, ἐπισωρεύω τι εἰς ὕψος, νεκρῷ θῖνα γῆς Πλουτ. Ἀρτοξ. 18· τούτοις γῆν ἐπιχώσας Ἐπιτύμβ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 6298. - Παθ., ἐπ. τὸ ἔδαφος ἐπὶ τὴν λίμνην Ἀριστ. π. Θαυμ. 89· βωμὸς ἐπικεχωσμένος Ὑπόθεσις εἰς Σοφ. Φιλ. ΙΙ. πληρῶ, γεμίζω, τὴν δίοδον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 2· τοὺς λιμένας Διόδ. 13. 107.

French (Bailly abrégé)

amonceler sur.
Étymologie: ἐπί, χώννυμι.

Greek Monolingual

ἐπιχώννυμι και ἐπιχωννύω (AM)
καλύπτω με χώμα, ενταφιάζω
αρχ.
1. σχηματίζω τύμβο, σωρό χώματος επάνω στον τάφο του νεκρού
2. γεμίζω με χώμα τάφρο, δίοδο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώννυμι «συσσωρεύω, στοιβάζω»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχώννῡμι:
1) насыпать (θῖνα γῆς νεκρῷ Plut.);
2) засыпать, запруживать (τοὺς λιμένας Diod.).