ὀποπάναξ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
[πᾰ], ᾰκος, ὁ, A gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 361] ακος, ὁ, der Saft der Pflanze πάναξ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ὀποπάναξ: -ακος, ὁ, ὁ ὀπὸς τοῦ φυτοῦ πάνακος, Διοσκ. 3. 55.
Spanish
Greek Monolingual
ο (Α ὀποπάναξ)
αγγειόσπερμο δικότυλο φυτό που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, αποτελεί γένος το οποίο ανήκει στην οικογένεια σκιαδοφόρα
αρχ.
ο οπός του παραπάνω φυτού, ο οποίος χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός «χυμός φυτού» + πάναξ «είδος φυτού». Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. opopanax].