ὑψιπέταλος
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
ον, A = ὑψίκομος 2, Com. of κράμβαι, Polyzel.9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπέτᾰλος: -ον, = ὑψίκομος, κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2.
Greek Monolingual
και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α
(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ-πέταλος)].