ῥηξικέλευθος

From LSJ
Revision as of 14:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥηξικέλευθος Medium diacritics: ῥηξικέλευθος Low diacritics: ρηξικέλευθος Capitals: ΡΗΞΙΚΕΛΕΥΘΟΣ
Transliteration A: rhēxikéleuthos Transliteration B: rhēxikeleuthos Transliteration C: riksikelefthos Beta Code: r(hcike/leuqos

English (LSJ)

ον, A opening a path, of Apollo, AP9.525.18.

German (Pape)

[Seite 840] den Weg, die Bahn brechend, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 18).

Greek (Liddell-Scott)

ῥηξῐκέλευθος: -ον, ὁ ἀνοίγων ὁδόν, ἀνοίγων δρόμον, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀνθ. Π. 9. 525, 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ouvre de force un chemin.
Étymologie: ῥήγνυμι, κέλευθος.

Greek Monolingual

-η, -ο / ῥηξικέλευθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
μτφ. αυτός που επιχειρεί με τόλμη κάτι το νέο, ο καινοτόμος («πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση»)
αρχ.
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που ανοίγει δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + κέλευθος «οδός, δρόμος»].

Greek Monotonic

ῥηξῐκέλευθος: -ον, αυτός που ανοίγει δρόμο, επίθ. του Απόλλωνα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥηξῐκέλευθος: ὁ пролагающий путь (среди врагов) (Ἀπόλλων Anth.).

Middle Liddell

ῥηξῐ-κέλευθος, ον,
opening a path, of Apollo, Anth.