πικράζω
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
= πικραίνω (make sharp, make bitter), S.E. P. 1.211 ; — Pass., taste bitter, ib. 2.51, etc. metaph, π. τὸν λόγον τῇ κακίᾳ Epict. Gnom. 22.
German (Pape)
[Seite 614] = πικραίνω, Ggstz von γλυκάζω, Stob. Floril. 2, 30; ἡ γεῦσις πικράζεται S. Emp. pyrrh. 2, 51, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πικράζω: τῷ ἑπομ., Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 31. 28, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 211· ― Παθ., ἔχω πικρὰν γεῦσιν, αὐτόθι 2. 51, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ πικρός
1. παρέχω πικρή γεύση
2. καθιστώ πικρό, δυσάρεστο κάτι.
Russian (Dvoretsky)
πικράζω: давать горький вкус: τὸ μέλι τοὺς ἰκτερικοὺς πικράζει Sext. мед больным желтухой кажется горьким; ἡ γεῦσις ὁτὲ μὲν πικράζεται ὁτὲ δὲ γλυκάζεται Sext. вкус бывает то горьким, то сладким.