μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: πελλητήρ | Medium diacritics: πελλητήρ | Low diacritics: πελλητήρ | Capitals: ΠΕΛΛΗΤΗΡ |
Transliteration A: pellētḗr | Transliteration B: pellētēr | Transliteration C: pellitir | Beta Code: pellhth/r |
v. πελλαντήρ.
[Seite 551] ῆρος, ὁ, nach Ath. XI, 495 e bei den Thessalern u. Aeolern = ἀμολγεύς.
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που αρμέγει σε πέλλα
2. (στους Βοιωτούς) κύλικας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. αυλη-ήρ)].