κακίων

From LSJ
Revision as of 10:39, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακίων Medium diacritics: κακίων Low diacritics: κακίων Capitals: ΚΑΚΙΩΝ
Transliteration A: kakíōn Transliteration B: kakiōn Transliteration C: kakion Beta Code: kaki/wn

English (LSJ)

v. κακός.

German (Pape)

[Seite 1298] ον, compar. zu κακός; ι ist bei Hom. u. Ep. kurz, bei den attischen Dichtern lang.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκίων: κάκιστος, ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. τοῦ κακός.

French (Bailly abrégé)

Cp. de κακός.

Greek Monolingual

κακίων, -ον (Α)
συγκριτ. του κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. συγκριτ. -ίων (πρβλ. αισχ-ίων, ηδ-ίων)].

Greek Monotonic

κᾰκίων: κάκιστος, ανώμ. συγκρ. και υπερθ. του κακός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακίων comp., zie κακός.

Russian (Dvoretsky)

κακίων: (эп. ῐ, атт. ῑ) compar. к κακός.