ζαφεγγής
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
ές, very bright, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1136] ές, sehr leuchtend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ζᾰφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ζαφεγγής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) πολύ λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + -φεγγης (< φέγγος), πρβλ. ηλιο-φεγγής, λαμπρο-φεγγής].