Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μυλακρίς

From LSJ
Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυλακρίς Medium diacritics: μυλακρίς Low diacritics: μυλακρίς Capitals: ΜΥΛΑΚΡΙΣ
Transliteration A: mylakrís Transliteration B: mylakris Transliteration C: mylakris Beta Code: mulakri/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, cockroach found in mills and bakehouses, Ar. Fr. 583; — written μυλαβρίς in Pl.Com. 73 (ap. Phot.); both forms in Poll. 7.180.

German (Pape)

[Seite 217] ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ίδος
1 adj. f. qui sert à moudre;
2 (ἡ) blatte insecte qui ronge la farine.
Étymologie: μύλη, ἀκρίς.

Greek Monolingual

μυλακρίς και μυλαβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους
2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» — μυλόπετρα, μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. αμπελ-ίς, μηλ-ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς και έχει θεωρηθεί είδος ακρίδας. Παραδίδεται, τέλος, και ο τ. μυλαβρίς, πιθ. κατ' επίδραση του επιθ. αβρός].

Russian (Dvoretsky)

μῠλακρίς: ίδος ἡ хлебный жучок Arph.