νεωτεροποιΐα
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
English (LSJ)
ἡ, revolutionary spirit, Th. 1.102; revolution, Nic.Dam. 130.20 J., J. AJ 14.15.6, al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de faire une révolution.
Étymologie: νεωτεροποιός.
Russian (Dvoretsky)
νεωτεροποιΐα: ἡ страсть к нововведениям, реформаторство (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).