μεγαλόσχημος

From LSJ
Revision as of 11:02, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαλόσχημος Medium diacritics: μεγαλόσχημος Low diacritics: μεγαλόσχημος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΧΗΜΟΣ
Transliteration A: megalóschēmos Transliteration B: megaloschēmos Transliteration C: megaloschimos Beta Code: megalo/sxhmos

English (LSJ)

ον, bulky, of particles, Thphr. CP 6.1.6.

German (Pape)

[Seite 107] von großer Gestalt, Theophr.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόσχημος, -ον)
1. μεγάλος στη μορφή ή στην εμφάνιση, ογκώδης
2. (το αρσ. για μοναχό) αυτός που έφτασε στον ανώτερο βαθμό του ασκητικού βίου, αλλ. μεγαλοσχήμων
νεοελλ.
1. αυτός που εμφανίζεται σαν σπουδαίος, σπουδαιοφανής
2. αυτός που έχει μεγάλο αξίωμα χωρίς να το αξίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + σχῆμα (πρβλ. εύ-σχημος, κακό-σχημος)].