κανθίς
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, ass's dung, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1321] ίδος, ἡ, dim. zum Folgdn, Hesych. erkl. ὀνίς, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κανθίς: -ίδος, ἡ, κόπρος ὄνου, «ὀνίς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κανθίς, -ίδος, ἡ (Α)
κοπριά όνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κανθ- (κάνθ-ων, κανθ-ήλια), χωρίς να είναι όμως σαφής η ακριβής σχέση του μαζί τους].