κάπνειος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
(sc. ἄμπελος), ἡ, vine A with smokecoloured grapes, Thphr.HP2.3.2, PCair.Zen.33.14 (iii B.C.):—written κάπνεος in Arist.GA770b20; καπνέως in Thphr.CP5.3.1 (cod. Urb., v.l. κάπνεος); καπνία in Suid., Sch.Ar.V.151; καπνός in cod. Hsch. s.v. καπνίας; κάπνιος in App.Prov.3.43.
Greek Monolingual
κάπνειος και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α)
(ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα του καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ειος / -εος (πρβλ. κήδ-ειος / κήδ-εος, τέλ-ειος / τέλ-εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].