ἀνεκβίαστος

From LSJ
Revision as of 17:12, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεκβίαστος Medium diacritics: ἀνεκβίαστος Low diacritics: ανεκβίαστος Capitals: ΑΝΕΚΒΙΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anekbíastos Transliteration B: anekbiastos Transliteration C: anekviastos Beta Code: a)nekbi/astos

English (LSJ)

ον, A not to be overpowered, Chrysipp.Stoic.2.64, v.l. in Gell.1.2.7.

German (Pape)

[Seite 221] unbezwinglich, εἱμαρμένη Plut. Stoic. repugn. 46.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεκβίαστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἐκβιάσῃ, νὰ κατανικήσῃ, Πλούτ. 2. 1055D. - Ἐπίρρ. ἀνεκβιάστως, Γέλλ. Ἀττ. Νύκτ. 1. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que la violence ne peut écarter.
Étymologie: ἀ, ἐκβιάζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser dominado, δύναμις Chrysipp.Stoic.2.64, Plu.2.1055e, cf. Gell.1.2.7 (u.l.).

Greek Monolingual

ἀνεκβίαστος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει, ακατανίκητος, ακαταμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεκβίαστος: неодолимый (εἱμαρμένη Plut.).