περίχειρον

From LSJ
Revision as of 17:51, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίχειρον Medium diacritics: περίχειρον Low diacritics: περίχειρον Capitals: ΠΕΡΙΧΕΙΡΟΝ
Transliteration A: perícheiron Transliteration B: pericheiron Transliteration C: pericheiron Beta Code: peri/xeiron

English (LSJ)

τό, A armlet, bracelet, Plb.2.29.8:—Dim. περι-χειρίδιον, τό, Hsch. s.v. ἀβάκχευτον ; also περι-χείριον, τό, Poll.1.185.

Greek (Liddell-Scott)

περίχειρον: τό, κόσμημα τῆς χειρός, ψέλιον, «βραχιόλι», Λατ. armilla, Πολύβ. 2. 29, 8· οὕτω περιχείριον, Πολυδ. Α΄, 185· -χειρίδιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀβάκχευτον, ἣν ἑρμηνεύει: «λινοῦν ὕφασμα περιχειρίδιον»· πρβλ. περί-σφυρον, -σφύριον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bracelet.
Étymologie: περί, χείρ.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περιβραχιόνιον, σφιγγίον, ψέλιον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βραχιόλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -χειρον (< χείρ, χειρός «χέρι»), πρβλ. επί-χειρα].

Greek Monotonic

περίχειρον: τό (χείρ), βραχιόλι, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

περίχειρον: τό браслет (χρυσοῖς περιχείροις κατακεκοσμημένος Polyb.).

Middle Liddell

περί-χειρον, ου, τό, χείρ
a bracelet, Polyb.