ἐρυθραῖος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
α, ον, A = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα, D.P.597,958, etc.; κάλαμος Id.1127. II of or from Erythrae, Hdt.1.18, etc.
German (Pape)
[Seite 1036] röthlich, poet. = ἐρυθρός, D. Per. 38 u. öfter; vom rothen Meere u. dem dort Vorkommenden, z. B. κάλαμος, auch λίθος, Luc. amor. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυθραῖος: -αν, -ον, = ἐρυθρός, πόντος, θάλασσα Διον. ΙΙ. 38, κλ.˙ κάλαμος αὐτόθι 1127˙ λίθος Statius, Silvae 4. 6, 18. ΙΙ. ὁ ἐξ Ἐρυθρῶν, Ἡρόδ., κλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne la mer Rouge, de la mer Rouge.
Étymologie: ἐρυθρός.
Greek Monolingual
ἐρυθραῖος, -α, -ον (AM) ερυθρός
1. ερυθρός
2. αυτός που βρίσκεται στην Ερυθρά Θάλασσα
αρχ.
ο καταγόμενος από την πόλη Ερυθρές.