υβριστικός

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑβριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑβρίζω
(για λόγια ή πράξεις) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύβρι, αυτός που αποτελεί ύβρι, προσβλητικός (α. «υβριστική συμπεριφορά» β. «ὑβριστικὴν καὶ βάρβαρον ἐπιστολήν», Αισχίν.
γ. «ὑβριστικὴ διήγησις», Δίον. Αλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) θρασύς, αυθάδης ή βίαιος
2. (για φυτά και κυρίως για την άμπελο) αυτός που παρουσιάζει οργιώδη ανάπτυξη («καὶ ὅσα τῶν γενῶν ὑβριστικά, τοῦ ἧρος δεῑ τμηθῆναι», Θεόφρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑβριστικόν
αυθάδεια, αναίδεια
4. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Ὑβριστικά
γιορτή τών Αργείων σε ανάμνηση της Τηλεσίλλης, γιορτή κατά την οποία άνδρες και γυναίκες αντήλλασσαν αμοιβαία τα ενδύματά τους
5. φρ. «ὑβριστικὰ ἀδικήματα» — αδικήματα που πηγάζουν από υπέρμετρη θρασύτητα και αυθάδεια και τα οποία αποτελούν προσβολή για τον αποδέκτη τους (Αριστοτ.).
επίρρ...
υβριστικώς / ὑβριστικῶς ΝΜΑ, και υβριστικά Ν
με υβριστικό, με προσβλητικό τρόπο
αρχ.
με αναίδεια, με αυθάδεια.