μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim
Α1. εκφεύγω, διαφεύγω2. (με αιτ.) αποφεύγω («τὸ δὲ δεξιὸν ὑπεκκλίναν τὴν ἐπιφοραν ἐκ τοῦ πεδίου πρὸς τοὺς λόφους ἧττον ἐξεκόπη», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκκλίνω «γέρνω προς τα έξω, απομακρύνομαι, αποχωρώ, αποφεύγω»].