εφικνούμαι

From LSJ
Revision as of 16:25, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643

Greek Monolingual

ἐφικνοῦμαι και ιων. τ. ἐπικνοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (για δύο αντίπαλους μαχητές) φθάνω κοντά σε κάποιον, πλησιάζω
2. φθάνω
3. εκτείνομαι, απλώνομαι, φθάνω σε κάτι
4. επαρκώ, φθάνω
5. επεκτείνομαι
6. πλησιάζω, προσεγγίζω
7. γίνομαι κάτοχος ενός πράγματος («ἐφικνοῦμαι τῆς ἀρετῆς», Ισοκρ.)
8. ανέρχομαι σε κάποιο αξίωμα
9. (με απρμφ.) είμαι ικανός
10. επιτυγχάνω κάποιο σκοπό
11. (για δηλητήριο) προσβάλλω ζωτικό σημείο, είμαι αποτελεσματικός
12. επέρχομαι, φθάνω κάποιον
13. (με αιτ.) αρμόζω σε κάτι
14. φρ. «ἐφικνοῦμαι πληγάς τινα» — πλήττω, κτυπώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].