Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επισκοπώ

From LSJ
Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

(AM ἐπισκοπῶ, -έω) επίσκοπος
είμαι επίσκοπος, επισκοπεύω
αρχ.-μσν.
ενδιαφέρομαι, προνοώ, φροντίζω για κάποιον («ὅπου ἐπισκοπεῑ τὸ φῶς τοῦ προσώπου Σου, Κύριε»)
αρχ.
1. παρατηρώ, εξετάζω, βλέπω κάτι («ὦ Ζεῡ, χρόνῳ μὲν τἄμ’ ἐπεσκέψω κακά», Ευρ.)
2. επισκέπτομαι («ὦ θάνατε, νῦν μ’ ἐπίσκεψαι μολών», Σοφ.)
3. (με ενδοιαστ. πρότ.) προσέχω μήπως («ἐπισκοποῡντες μή τις ὑστερῶν ἀπὸ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῡ», ΚΔ)
4. (για στρατηγό) επιθεωρώ
5. επισκέπτομαι κάποιον ως φίλος ή γιατρός
6. σκέπτομαι, μελετώ κάτι καλά («ὅτι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώσῃ», Ισοκρ.).