σκῶλον

From LSJ
Revision as of 12:15, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῶλον Medium diacritics: σκῶλον Low diacritics: σκώλον Capitals: ΣΚΩΛΟΝ
Transliteration A: skō̂lon Transliteration B: skōlon Transliteration C: skolon Beta Code: skw=lon

English (LSJ)

τό,= σκῶλος, EM155.37, Hsch. (pl.). II stumblingblock, hindrance, like σκάνδαλον, LXX Ex.10.7, al.:—whence σκωλόομαι, Pass., to be offended, Aq.Ho.9.8, Al.De.7.25.

German (Pape)

[Seite 909] τό, Anstoß, Hinderniß, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σκῶλον: τό, = σκῶλος, Ἐτυμόλ. Μέγ., Ἡσύχ. ΙΙ. πρόσκομμα, κώλυμα, ἐμπόδιον, ὡς τὸ σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Ι΄, 7, κ. ἀλλ.)· - ἐντεῦθεν σκωλόομαι, Παθ., πειράζομαι, προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. σκῶλος
2. κώλυμα, εμπόδιο («ἕως τίνος ἔσται τοῦτο ἡμῖν σκῶλον;», ΠΔ)
3. μτφ. παγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. του σκῶλος, με αλλαγή γένους].