δράξ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ᾰκός, ἡ, A handful, πηλοῦ Batr.237; ἀλφίτων Porph.Abst.2.17. II the hand, τίς ἐμέτρησε τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12 (so δράξ· παλάμη, Hsch.); τὰς δράκας καρτερῶς σφίγξαι Herm. ap. Stob. 1.49.44; the claw of the constellation Leo, Ptol.Alm.7.5. III a measure, Dsc.5.87, Hero *Mens.61.9, Hsch. IV βακχικαὶ δράκες = θύρσοι, Sch.Il.6.134.
German (Pape)
[Seite 665] ακός, ὁ, auch ἡ, = δράγμα, eine Handvoll; Batr. 940; vgl. Poll. 2, 144. 147. 9, 77; LXX, u. Sp. – Die (flache) Hand; Hesych., τοὺς δράκας σφίγξας, Stob. ecl. p. 968.
Greek (Liddell-Scott)
δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, Βατραχομ. 240, Ἑβδ.· ὡς ἀρσ., Στοβ. Ἐκλ. 1. 968. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον τοῦ ξέστου, Γραμμ. ΙΙΙ. ἡ παλάμη, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
δρακός (ἡ) :
poignée, pleine main.
Étymologie: cf. δράγμα ; DELG pas d’étym. claire.
Spanish (DGE)
-ακός, ἡ
1 puño, mano cerrada τὰς δράκας κρατερῶς σφίγξας Corp.Herm.Fr.23.52, δραξάμενος ἀπ' αὐτῆς πλήρη τὴν δράκα LXX Le.2.2, cf. 5.12, Poll.9.77
•de anim. zarpa, garra de la constelación Leo, Ptol.Alm.7.5.
2 lo que cabe en el puño, puñado πηλοῦ δράκα ῥίψεν Batr.(a)237, ἀλεύρου LXX 3Re.17.12, πλῆσον τὰς δράκας σου ἀνθράκων πυρός LXX Ez.10.2, cf. I.AI 3.235, Eu.Barth.4.28, ἀλφίτων Porph.Abst.2.17
•fig. puñado, pequeña cantidad δύο δρακῶν μόχθου dos puñados de afán LXX Ec.4.6, cf. Pall.H.Laus.25.3
•como unidad o medida: el manojo o puñado de ὀβελίσκοι como equivalente a una unidad monetaria Heraclid.Pont.152
•como medida de capacidad gener. de áridos κριθῶν Dsc.5.87, τίς ἐμέτρησεν ... πᾶσαν τὴν γῆν δρακί; LXX Is.40.12, ὀφέν, ὅ ἐστι τῶν βʹ δρακῶν τῆς χειρὸς τὸ μέτρον Hero Mens.61.9, cf. 10, ξέστου τὸ τέταρτον Hsch.
3 cuenco de la mano, palma de la mano Hsch.δ 2308, Sch.Er.Il.11.425.
4 sent. dud., quizá vara, cetro θύρσους, τουτέστι τὰς Βακχικὰς δράκας Sch.Bek.Il.6.134.
• Etimología: Cf. δράσσομαι.
Greek Monolingual
και δράκα, η (AM δράξ)
1. όσο ποσό μπορεί να χωρέσει στο κοίλο μέρος του χεριού, δράγμα
2. παλάμη, χούφτα.
Greek Monotonic
δράξ: -ᾰκός, ἡ, = δράγμα, σε Βατραχομ.