ἀναξιφόρμιγξ

From LSJ
Revision as of 10:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξιφόρμιγξ Medium diacritics: ἀναξιφόρμιγξ Low diacritics: αναξιφόρμιγξ Capitals: ΑΝΑΞΙΦΟΡΜΙΓΞ
Transliteration A: anaxiphórminx Transliteration B: anaxiphorminx Transliteration C: anaksiformigks Beta Code: a)nacifo/rmigc

English (LSJ)

ιγγος, ὁ, ἡ, A ruling the lyre, ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι Pi. O.2.1.

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
roi de la lyre ; LSJ dirigé par la lyre.
Étymologie: ἄναξ, φόρμιγξ.

English (Slater)

ἀναξῐφόρμιγξ
   1 ruling the lyre ἀναξιφόρμιγγες ὕμνοι (O. 2.1)

Spanish (DGE)

-ιγγος
• Prosodia: [ᾰ-]
que señorea la lira ὕμνοί Pi.O.2.1, ἀ[ναξιφόρ] μιγγος Οὐρ[αν] ίας B.4.7.

Greek Monolingual

ἀναξιφόρμιγξ (-ιγγος), ο, η (Α)
(για ύμνους) αυτός που κατευθύνει το παίξιμο της φόρμιγγος, της λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + φόρμιγξ.

Greek Monotonic

ἀναξιφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, αυτός που άρχεται από τη φόρμιγγα ή τη λύρα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναξιφόρμιγξ: ιγγος adj. направляемый формингой, т. е. исполняемый в сопровождении форминги (ὕμνοι Pind.).

Middle Liddell

ruled by the lyre, Pind.