ἀναφαίρετος
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ον, A not to be taken away, Men.Mon.2, D.H.8.74, D. Chr.31.22; χάρις POxy.273.15 (i A.D.); ὠφέλεια Just.Nov.68Pr.; inseparable, opp. accidental, Stoic.2.214 (? Diog.Bab.); not diminished by subtraction, Theol.Ar.30. Adv. -ως PFlor.47a4 (iii A.D.), Just. Nov.2.3Intr.
German (Pape)
[Seite 213] nicht wegzunehmen, unentreißbar, κτῆμα Men. monost. 2; Plut. ed. lib. 8; D. Hal. 8, 74 κτήσεις, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφαίρετος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀφαιρέσῃ, «ἀναφαίρετον κτῆμ’ ἐστὶ παιδεία βροτοῖς» Μενάνδ. Μονόστ. 2, Διον. Ἁλ. 8. 74· - «ἀναφαιρέτων· ἀμετακλήτων, μηκέτι ἀφαιρουμένων» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
I 1del que nada se ha restado del número cuatro, op. ἀπρόσθετος Theol.Arith.30.
2 que no se puede quitar, irrevocable de abstr. ἀρετά Archyt.Fr.Sp.1 (1, p.553), ἀναφαίρετον κτῆμ' ἐστὶ παιδεία βροτοῖς Men.Mon.2, cf. D.H.8.74, τιμή D.Chr.31.22, ταῦτα μόνα ἐμά ἐστι καὶ ἀναφαίρετα Arr.Epict.4.7.14, χάρις POxy.273.15 (I d.C.), PGrenf.2.68.4 (III d.C.), cf. PSI 1126.23 (III d.C.), BGU 1589.6
•frec. en pap. e inscripciones de propiedades inalienable τὰ προϋπάρχοντα SB 4224.12 (I a.C.), PAmh.68.23 (I d.C.), PSI 704.26 (II d.C.), PRyl.155.8, 20 (II d.C.), IG 7.2808a.19 (Hieto III d.C.), Iust.Nou.68 proem.
•inseparable γένος δέ ἐστι πλειόνων καὶ ἀναφαιρέτων ἐννοημάτων σύλληψις Diog.Bab.Stoic.3.214.
II adv. -ως de manera inalienable de propiedades POxy.713.19 (I a.C.), PFlor.47a.4 (III d.C.), τοῦτον (τὸν κλῆρον) ἀναφαιρέτως ἐχέτω Iust.Nou.2.3
•de abstr. τὸ ἀ. ὂν Procl.Inst.105.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀναφαίρετος, -ον)
εκείνος που δεν έχει αφαιρεθεί ή δεν είναι δυνατόν να αφαιρεθεί, αυτός που ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον (π.χ. αναφαίρετο δικαίωμα).
Russian (Dvoretsky)
ἀναφαίρετος: неотчуждаемый, неотъемлемый (κτῆμα Men.; οὐσία Plut., Diod.).