κατεξετάζω
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A decide, try, δίκην Cod.Just.1.4.29 Intr.; examine carefully, examine in depth, investigate, Agath.5.9 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1395] verstärktes ἐξετάζω, erst Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξετάζω: ἀκριβῶς ἐξετάζω, ἀναγνωρίζω, δοκιμάζω, ἄνδρα πολλοῖς κατεξητασμένον πολέμοις,- νόσῳ κατεξετασθεὶς καὶ κατασκελετευθεὶς Γεώργ. Ἀκροπολ.
Greek Monolingual
κατεξετάζω (AM)
εξετάζω λεπτομερώς και προσεκτικά
αρχ.
1. κρίνω, ανακρίνω, αποφασίζω, δικάζω
2. παθ. κατεξετάζομαι
α) δοκιμάζομαι («ἄνδρα πολλοῑς κατεξητασμένον πολέμοις», Γ. Ακροπ.)
β) εξετάζομαι λεπτομερώς, με προσοχή.