εδώλιο

From LSJ
Revision as of 08:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek Monolingual

το (Α ἐδώλιον)
νεοελλ.
1. έδρα, θρανίο
2. «εδώλιο κατηγορουμένου» — το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος
αρχ.
1. διαμονή, κατοικία
2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα
3. ιστοδόκη
4. (στο θέατρο) ημικύκλιο καθισμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στον τ. εδώλια, του οποίου σπανίως χρησιμοποιείται ο ενικός, απαντά η ΙΕ ρίζα sed- (βλ. λ. έζομαι), στην οποία άλλωστε ανάγονται και τύποι άλλων ΙΕ γλωσσών παρεκτεταμένοι σε -λ- που όμως δεν αντιστοιχούν ακριβώς στο ελλ. εδώλια (πρβλ. αρχ. σλαβ. sědalo «κάθισμα», λατ. sedĩle, γοτθ. sitls, αρχ. άνω γερμ. sezzal «πολυθρόνα»). Ο τ. εδωλή, μεταπλασμένος κατά τα ονόματα σε -ωλή, και ο τ. έδωλα αποτελούν υστερογενείς σχηματισμούς].