εργολάβος

From LSJ
Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

ο (AM ἐργολάβος)
αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου με ορισμένη αμοιβή
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ως επάγγελμα την εργολαβία, την ανάληψη της εκτέλεσης έργων με ορισμένη αμοιβή
2. επιρρεπής σε ερωτοτροπία
3. γλυκό με αμύγδαλα και ασπράδι αβγού
αρχ.
ως επίθ. κερδοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργο + -λαβ-ος από θ. λαβ- (πρβλ. αόρ. β’ έ-λαβ-ον) (λαβ-ή), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δικολάβος)].