ηλεκτρόλυση

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η
1. χημ. χημική διεργασία κατά την οποία πραγματοποιείται διάσπαση μιας ουσίας με τη βοήθεια ηλεκτρικού ρεύματος
2. ιατρ. φρ. «ηλεκτρόλυση, θεραπευτική» — μέθοδος που συνίσταται στην καταστροφή ανεπιθύμητων οργανικών ιστών με συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrolysis < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + -lysis (πρβλ. λύση). Η λ. στον λόγιο τ. ηλεκτρόλυσις μαρτυρείται απο το 1884 στον Τιμολέοντα Α. Αργυρόπουλο].