ιδιόλεκτος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
η
η γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα μόνο άτομο και που έχει κατά κανόνα πολύ μικρές δομικές διαφορές σε σχέση με την κοινή γλώσσα ή κοινωνιόλεκτο, η ατομική πραγμάτωση ενός γλωσσικού συστήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. idiolect < idio- (πρβλ. ιδιο-) + -lect (πρβλ. -λεκτός < λέγω, πρβλ. διά-λεκτος)].