κελλί

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

και κελί, το (ΑΜ κελλίον και κέλλιον, Μ και κελίον και κελί και κελίν)
ιδιαίτερο δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος («ἔχει δὲ ἡ αὐλὴ κέλλια ἕξ», πάπ.)
νεοελλ.
1. μικρό δωμάτιο φυλακής
2. καθεμιά από τις μικρές κοιλότητες της κηρήθρας, όπου συνήθως οι μέλισσες αποθέτουν το μέλι ή αφήνει τα αβγά της η βασίλισσα για εκκόλαψη
νεοελλ.-μσν.
1. δωμάτιο μοναχού σε μοναστήρι
2. δωμάτιο ή σπίτι κληρικού
αρχ.
υπερώο, σοφίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλλα + υποκορ. κατάλ. -ίον (πρβλ. νησ-ίον, τοπ-ίον)].