κλεπτίσκος

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεπτίσκος Medium diacritics: κλεπτίσκος Low diacritics: κλεπτίσκος Capitals: ΚΛΕΠΤΙΣΚΟΣ
Transliteration A: kleptískos Transliteration B: kleptiskos Transliteration C: kleptiskos Beta Code: klepti/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of κλέπτης, Eup.420.

German (Pape)

[Seite 1449] ὁ, dim. zu κλέπτης, Eupol. Poll. 8, 34 nach Bekker.

Greek (Liddell-Scott)

κλεπτίσκος: ὁ, ὑποκ. τοῦ κλέπτης, μικρὸς κλέπτης, «κλεφτάκι» Πολυδ. Η΄, 34, ἴδε κλεπτίστατος.

Greek Monolingual

κλεπτίσκος, ὁ (Α)
(υποκορ. του κλέπτης) κλεφταράκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέπτης + υποκορ. κατάλ. -ίσκος, πρβλ. δικτατορ-ίσκος, υπαλληλίσκος].