κρεατοκόπτης

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

και κρεοκόπτης, ο
1. μεγάλο μαχαίρι ή μικρό τσεκούρι για το κόψιμο κρέατος
2. ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για την πολτοποίηση του κρέατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + κόπτης (< κόπτω), πρβλ. νυχο-κόπτης, χαρτο-κόπτης].